- δεχαμματος
- δεχάμματοςδεχ-άμμᾰτος2с десятью петлями или очками
(ἄρκυς Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄρκυς Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δεχάμματος — δεχάμματος, ον (Α) αυτός που έχει δέκα άμματα, θηλιές («δεχάμματος ἄρκυς», Ξενοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + άμμα ( ατος) *] … Dictionary of Greek
δεχάμματοι — δεχάμματος with ten meshes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεχήμερος — δεχήμερος, ον (Α) 1. αυτός που διαρκεί δέκα ημέρες («ἐκεχειρία δεχήμερος» ανακωχή που μπορεί να τερματιστεί με την πάροδο δέκα ημερών ή που ανανεώνεται κάθε δέκα μέρες) 2. το ουδ. ως ουσ. το δεχήμερον το δεκαήμερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ημέρα με… … Dictionary of Greek